- διαιρετοῦ
- διαιρετόςdividedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυβίζω — (I) (AM κυβίζω) [κύβος] 1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῡσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.) 2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμη νεοελλ. 1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά… … Dictionary of Greek
Λατινική Νομισματική Ένωση — Διεθνής οικονομική οργάνωση. Συγκροτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1865 αρχικά από τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο και την Ελβετία, ενώ το 1868 προσχώρησε σε αυτήν και η Ελλάδα. Σκοπός της Λ.Ν.Ε. ήταν ο διακανονισμός του ισχύοντος νομισματικού… … Dictionary of Greek
διαιρετότητα — η 1. η ιδιότητα του διαιρετού. 2. η ιδιότητα ενός αριθμού να διαιρείται ακριβώς από κάποιον άλλο, χωρίς να αφήνει υπόλοιπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)